μάρσιπος

μάρσιπος
ο (Α μάρσιπος και μάρσιππος)
σάκος από δέρμα ή στερεό ύφασμα
νεοελλ.
1. ζωολ. θύλακος που φέρουν θηλυκά ζώα διαφόρων ειδών για τη μεταφορά τών νεογνών τους
2. βαλίτσα
αρχ.
1. κατάπλασμα
2. κρησάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξένη λ., πιθ. ασιατικής προέλευσης. Η υπόθεση ότι πρόκειται για δάνειο από την Ιρανική (πρβλ. αρχ. περσ. marsū- «κοιλιά») δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μάρσιπος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρσιπος — ο 1. δερμάτινος ή υφασμάτινος σάκος. 2. βαλίτσα, τσάντα. 3. μεγάλη πτυχή στην κοιλιά των θηλυκών καγκουρό για να μεταφέρουν τα νεογέννητα μικρά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρσίποις — μάρσιπος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίποισι — μάρσιπος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίπου — μάρσιπος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίπους — μάρσιπος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίπων — μάρσιπος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίπῳ — μάρσιπος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρσιπον — μάρσιπος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίπιο — το (AM μαρσίπιον και μαρσίππιον, Α και μαρσείπειον και μαρσυπεῑον) [μάρσιπος] μικρός μάρσιπος νεοελλ. καθένας από το ζεύγος δερμάτινων σάκων που αναρτώνται στις δύο πλευρές τής σέλας αλόγου νεοελλ. μσν. 1. βαλάντιο, πουγγί 2. σακίδιο στρατιωτών ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”